Ὁ ἅγιος Βάρβαρος γεννήθηκε στὴν Πεντάπολη τῆς Κυρηναϊκῆς τὸν 8ο αἰώνα, τὸν καιρὸ ποὺ τὰ πλοῖα τοῦ ναυάρχου Μωαβιᾶ ἔφταναν νὰ πολιορκήσουν αὐτὴν τὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸ ἐπάγγελμα ἦταν κουρσάρος. Μετὰ ἀπὸ μία ἀποφασιστικὴ μάχη ποὺ δόθηκε στὸ Δραγαμέστο, τὸν σημερινὸ Ἀστακό, ὁ ἅγιος ἦταν ὁ μόνος ποὺ σώθηκε ἀπὸ τὸ πλήρωμά του. Μόνος του γύριζε τὰ βουνὰ τοῦ Ξηρομέρου, ζώντας ἀπὸ τὶς ληστεῖες, μέχρι ποὺ μία μέρα μπαίνοντας στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γεωργίου στὴν Νύσσα, κάτω ἀπὸ τὴν σημερινὴ Κατούνα, εἶδε ἕνα θαῦμα: τὸν ἱερέα νὰ αἰωρεῖται πάνω ἀπὸ τὴν γῆ στὰ χέρια δύο ἀγγέλων καὶ νὰ διαμελίζει τὸ βρέφος Χριστὸ στὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, ἐνῶ ἀμέσως μετὰ τὸ τέλος τῆς τὸ Θεῖο Βρέφος νὰ εἶναι πάλι ἀκέραιο.

Μετανόησε βαθύτατα καὶ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ἱερέα Ἰωάννη τοῦ Νικοπολίτη-ἀπὸ τὴν σημερινὴ Πρέβεζα. Τοῦ ζήτησε νὰ βαπτιστεῖ καὶ λαμβάνοντας τὸ Θεῖο Βάπτισμα ἔφυγε νὰ ἀσκητέψει σὲ μία σπηλιά.

Ἀπὸ ταπείνωση κράτησε τὸ παλιό του ὄνομα – βάρβαρος – γιὰ νὰ θυμᾶται ὅσα ἔκανε καὶ ἀπὸ ταπείνωση ζήτησε νὰ δεθεῖ μὲ βαριὲς ἁλυσίδες, γιὰ νὰ θυμᾶται πῶς ἔδενε τὰ θύματά του.

Τρία χρόνια πέρασε μέσα στὴν κακοπάθεια – κατ’ἄλλους δεκαεφτά. Μία μέρα ποὺ βρισκόταν πίσω ἀπὸ ἕνα θάμνο, δύο κυνηγοὶ τὸν πέρασαν γιὰ ἀγρίμι καὶ τὸν τόξευσαν.

Ὁ ἅγιος δεχόμενος τὶς πληγὲς ἄρχισε νὰ προσεύχεται”

Πιὲς Βάρβαρε, ποτήρι αἷμα ποὺ ἄλλους κέρασες.

Σὲ εὐχαριστῶ ἀνεξίκακε Κύριε, ποὺ μὲ ἀπάλλαξες ἀπὸ τὴν προγονικὴ πλάνη καὶ τὴν τυραννία τοῦ σατανᾶ καὶ μὲ καθοδήγησες στὴν Ὁδὸ τῆς Σωτηρίας.

Χάρη χρωστῶ καὶ σὲ σένα, πατέρα Ἰωάννη. Θυμᾶμαι τὰ καλά σου καὶ εὐεργέτη σὲ λέω, μετὰ τὸν Θεό. Μὲ ἐνουθέτησες καὶ μὲ συμβούλεψες τὰ πρέποντα μὲ πολλὴ σύνεση καὶ μοῦ ἔμαθες νὰ προτιμῶ τῶν κακῶν τὰ καλὰ καὶ τῶν ματαίων καὶ ψεύτικων, τὰ ἀληθινὰ καὶ σωτήρια.”

Ξεψυχώντας ὁ ἅγιος εἶπε τὸν λόγο ποὺ εἶχε πεῖ ὁ ἄλλος ἅγιος ληστὴς στὸν Σταυρό: “μνήσθητί μου Κύριε ἐν τὴ Βασιλεία Σού”.

Ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ ἁγίου βγῆκε μετὰ τὴν κοίμησή του μύρο πολύ, τὸ ὁποῖο οἱ Βυζαντινοὶ εἶχαν σὲ μεγάλη ἐκτίμηση. Μάλιστα οἱ νεοφώτιστοι στὴν Βουλγάρικη ἐκκλησία ἐκείνη τὴν ἐποχὴ χρίονταν μὲ τὸ μύρο τοῦ ἁγίου.

Τὸ 1571 μετὰ τὴν ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου, ἕνας βενετὸς πλοίαρχος εἶδε στὸν ὕπνο τοῦ τὸν ἅγιο νὰ τοῦ λέει νὰ τὸν προσκυνήσει γιὰ νὰ θεραπευτεῖ ἀπὸ τὴν ἀνίατη ἀσθένεια ποὺ ἔπασχε. Πῆγε καὶ ὅταν ἔγινε καλά, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη πῆρε μαζί του τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου γιὰ νὰ τὸ τιμήσει περισσότερο.

Σταματώντας στὸ προάστιο τῆς Κέρκυρας Ποταμός, ἕνας πατέρας μὲ παράλυτο παιδὶ εἶδε στὸν ὕπνο τοῦ τὸν ἅγιο ποὺ τοὺς ἔλεγε νὰ πᾶνε νὰ προσκυνήσουν τὰ λειψανά του στὸ πλοῖο τοῦ Σκλαβούνου. Ἔτσι καὶ ἔγινε καὶ τὸ παιδὶ ἔγινε καλὰ καὶ σὲ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος χτίστηκε ἐκκλησία ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα στὴν Κέρκυρα. Ὁ πλοίαρχος πῆρε τὰ λείψανα στὴν συνέχεια μαζί του στὴν Ἰταλία, ὅπου ὑπάρχουν μέχρι σήμερα, ἄγνωστο ποῦ, πιθανότατα στὴν ὁμώνυμη πόλη: San Barbaro.

Τί ἔχει μείνει σήμερα; Ἡ μικρὴ ἐκκλησούλα τοῦ ἁγίου καὶ τὰ ἐρείπια τῆς ἀρχαίας ἐκκλησίας ποὺ βρέθηκαν πρὶν ἕνα αἰώνα. Ἡ ρήση τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ποὺ προσκυνώντας τὸν τάφο εἶπε ὅτι “ἡ Χριστιανικὴ θρησκεία καὶ τοὺς ἀγρίους μεταμορφώνει εἰς ἁγίους”. Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ τάφος τοῦ ἁγίου. Ἂν διαβάτη σὲ βγάλει ὁ δρόμος κατὰ κεῖ – κοντὰ στὸ χωριὸ Τρύφος τὸ σημερινὸ – σταμάτα λίγο. Πάρε τὴν καρεκλίτσα ποὺ εἶναι δίπλα στὸν τάφο καὶ κάτσε λίγο καὶ στοχάσου. Θυμίσου τὸν πατέρα Δημήτριο καὶ τὸν πατέρα Σωφρόνιο ποὺ κοπίασαν γιὰ νὰ φτάσει στὰ χέρια μας ὁ βίος, καὶ τὸν πατέρα Παῦλο. Μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα θυμίσου τὸν ἅγιο. Ποῦ στὴν ζωὴ τοῦ ποτὲ δὲν νόμισε ὅτι ἦταν σπουδαῖος, ἀλλὰ ἦταν μεγάλος, πολὺ μεγάλος. Σκέψου τὸν σὰν φίλο. Καὶ ἂν ποτὲ ἔχεις δυσκολίες μὴν διστάσεις νὰ τὸν ἐπικαλεστεῖς. Γιατί ὁ Θεὸς “οὐκ ἔστιν Θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ ζώντων”. Κι ὅπως ὁ ἅγιος Βάρβαρος ἀγάπησε πολὺ τὸν ζωντανὸ Θεὸ ὅσο ζοῦσε, ἔτσι καὶ τώρα εἶναι κοντά του καὶ μεσιτεύει γιά μας.

Ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται στὶς 23 Ἰουνίου.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ´.
Μαρτυρικὸν ἀγῶνα γενναίως ἠγώνισαι, ἀσκητικῷ δὲ πόνῳ τὸν βίον διήνυσας ὅσιε Βάρβαρε· διὸ τὴν χάριν ἐδέξω διπλῆν, διὰ μὲν τοῦ λειψάνου ἀσθενείας διώκων, τῇ ψυχῇ δὲ συγχαίρων τῷ Χριστῷ, ὃν δυσώπει, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν αἰσίως τιμώντων σε.

 

 

.